- εικονομάχος
- ο (AM εἰκονομάχος)1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς2. οπαδός τής εικονομαχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εικονομάχος — ο ο εχθρός της εικονολατρίας, οπαδός της εικονομαχίας, εικονοκλάστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
iconómaco — iconómaco, a (del lat. medieval «iconomӑchus», del gr. «eikonomáchos») adj. y n. Iconoclasta. * * * iconómaco. (Del lat. mediev. iconomăchus, y este del gr. εἰκονομάχος, combatidor de imágenes). adj. iconoclasta. U. t. c. s … Enciclopedia Universal
εικονοθραύστης — ο ο εικονοκλάστης, ο εικονομάχος … Dictionary of Greek
εικονοκαύτης — και εικονοκαύστης, ο αυτός που καίει τις εικόνες, ο εικονομάχος … Dictionary of Greek
εικονομαχώ — (Μ εἰκονομαχῶ) είμαι εικονομάχος ή αγωνίζομαι κατά τής προσκυνήσεως τών ιερών εικόνων … Dictionary of Greek
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek